«…Μπήκαμε στο τσαρσί με τις λογιών πραμάτειες, τα μπαχάρια και τις μοσκιές. Σταματήσαμε σ’ ένα αργαστήρι γιομάτο τυριά και ξιγάλατα. Ο τυρέμπορας ο Ισμαήλ, ένας Οβριός ντονμές, κοντόχοντρος, καραφλός, με μεγάλο γερντάνι ήτανε όξω με γυρισμένες τις πλάτες και δεν μας πήρε χαμπάρι. Όσο δεν μας έβλεπε έλεγε μασάλια και γελούσε φωναχτά με τον κασάπη το γείτονα. Σαν μας σκιάχτηκε, κατέβασε μούτρα, έκαμε τον σεκλετισμένο και με το ζώρι μ’ έδωκε το χέρι.
– Καλώς το Γιωργάκη! Και ήθελα κι εγώ να σε διώ αρκαντάς, με είπε κι αρχίνησε εμέν τα παράπονα.
– Γιόκ, το τυρί που τον έδωκα φούσκωσε και γιόμοσε τρύπες. Γιοκ η άρμη δεν πέτυχε. Γιοκ, πολλοί που ψούνισαν γύρεψαν οπίσω τους παράδες τους, κι άλλα τέτοια χαμένα. Έλεγε, έλεγε…
– Α, Ισμαήλ, ίσαμ εδώ! Τονε λέω. Όλα κι όλα! Αυτά τα σερσέμικα αλλού. Γιατί, καταπώς το πααίνεις θα σιχτιριστούμε. Σα θέλει τώρα μας λές ότι σε χρωστάμε κι από πάνω, ε; Ακσε Ισμαήλ. Να το βγάλεις απ’ το νού σου. Εσύ παράδες από μένα δε θα φας. Δε-είμαι κανένας ζεβζέκης μήτε κανένας μπουνταλάς, να μην ξεύρω τι με γένεται. Τυρί σαν το δικό μ’ δε βρίσκεις εύκολα. Είναι αθέρας και το ξεύρεις. Γιατί εγώ Ισμαήλ, δεν κάμνω αγγαρειά δουλειά. Όντας πήζω τυρί, εξόν απ’ το γάλα, βάζω και το μεράκι μου. Δεν το μπασταρντεύω. Ξεύρεις πόσα αργαστήρια με παρακαλούνε; Έκαμες το μπεσαλή, όσο να με βάλεις στο χέρι, και τώρα με τα γυρνάς. Θυμάσαι τι με είπες στο χωριό, όντας φόρτωσες; «Γιωργάκη, οι παράδες πεσίν, όντας έρτεις στην Πόλη». Ε, να, που ήρτα. Γι’ αυτό κατέβαινε τώρα τον παρά, και δεν θέλω ούτε ούκ, ούτε μούκ. Ω, χαρά στο! Ανηχόρταγε!
Εγώ αλισφερίσι με τ’ αυτόνα πρώτη φορά έκαμνα. Με τον επροξένευσε ένας κεχαγιάς απ’ το Αλβασαν, ο Στράτος. Όντας με τον ήφερε στο σπίτι κι εδώκαμε τα χέρια δε με γιόμισε το μάτι. Μα λέω γνωστός του Στράτου είναι, για να με τονε φέρει καλός θα είναι. Γελάστηκα. Ντε και καλά να με φάει παράδες! Έτσι με ήρθε να τον αρπάξω τον κοντοπίθαρο απ’ το γιακά, να τονε κολλήσω πίσω στους τενεκέδες με τα τυριά και να τονε δείξω εγώ ποιο τυρί φούσκωσε και τι άρμη είχε.
Σαν με είδε αγριεμένο, μεμιάς μαλάκωσε, άλλαξε λόγια κι αρχίνησε τα καλοπιάσματα.
– Έλα τζάνεμ, μην αρπάζεσαι! Πώς κάμνεις έτσι! Μια κουβέντα είπαμε. Δε θα χαλαστούμε κιόλας. Να, τώρα που το καλοσκεύτουμαι, μπορεί λέω να μην ήτανε δικό σ’ το φουσκωμένο. Παίρνω κι απ’ αλλουνούς κεχαγιάδες και μπορεί ν’ ανακατεύτηκαν.
Πήγε οπίσω απ’ το τεζιάκι μουρμουρίζοντας και με γύρισε την πλάτη. Έβγαλε με τρόπο απ΄ τον κόρφο του ένα κομπόδεμα, μέτρησε τους παράδες και το ζούφωξε πάλε στον κόρφο του. Ύστερις γύρισε σε μένα, τους ξαναμέτρησε ομπρός μου έναν έναν, σαν να ξεκόλλαγε κομμάτι απ’ την ψυχή του.
– Χελάλι σ’ αφέντη! Σε καλή μεριά! Με είπε, κάμνοντας ντεμέκ πως αστόχησε κιόλας, τις κουβέντες που είπαμε.
– Άσε τα χουβαρνταλίκια Ισμαήλ. Και μην κάμνεις που δε νογάς. Το πισμάνεψα χίλιες φορές που έμπλεξα με σένα. Αποδώ και ύστερις νε σε ξεύρω νε με ξεύρεις τονε είπα και τραβώντας τη Θεοπούλα απ’ το χέρι βγήκαμε όξω και τονε βρόντηξα την πόρτα.
Το χρειαζόταν ένα σουλτάν μερεμέτ αμμά βαστάχτηκα. Ένα σουρί ψευτιές μας κούρντισε , μόνε και μόνε για να μην πλερώσει. Τον αχαμνόνα τον άνθρεπο, παιδίμ’ δε θα τον αφήνεις να σε φάει το δίκιο. Πάντοτες θα το γυρεύεις. Κι υστερις θα τονε γυρνάς την πλάτη και θα κόβεις και τις καλημέρες….»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Μάνου ‘Στην Πατρίδα ήτανε αλλιώς’, Μνήμες Ανατολής 1870 – 1924, Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα.